- ἱματηγός
- ἱμᾰτ-ηγός, όν,A loaded with apparel,
ναῦς Thphr.Lap. 68
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναῦς Thphr.Lap. 68
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιματηγός — ἱματηγός, όν (Α) αυτός που μεταφέρει ιμάτια, ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + ηγός (< ἄγω, με λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»), πρβλ. αρχ ηγός, κυν ηγός] … Dictionary of Greek
ἱματηγός — loaded with apparel masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμάτιο — Το ένδυμα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες πάνω από τον χιτώνα. Το ι. ήταν ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν όπως ήταν μετά την ύφανση, χωρίς να το ράψουν. Το φορούσαν συνήθως στους ώμους και κάλυπτε όλο το σώμα … Dictionary of Greek